συμμετασχηματιζομαι

συμμετασχηματιζομαι
    συμμετασχηματίζομαι
    συμ-μετασχημᾰτίζομαι
    соответственно преображаться, одновременно изменяться
    

(τοῖς καιροῖς Aesop.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμμετασχηματιζομαι" в других словарях:

  • συμμετασχηματίζω — ΜΑ [μετασχηματίζω] παθ. συμμετασχηματίζομαι μεταβάλλομαι ως προς το σχήμα ταυτόχρονα με άλλον αρχ. 1. μετασχηματίζω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. παθ. αλλάζω μορφή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»